- φράστωρ
- -ορος, ὁ, Αφραστήρ*, οδηγός.[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω* (Ι) + επίθημα -τωρ (βλ. λ. τήρας), πρβλ. πράκ-τωρ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φράστωρ — guide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορα — φράστωρ guide masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορας — φράστωρ guide masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορι — φράστωρ guide masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φράστορος — φράστωρ guide masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)